- δευτερότριτος
- -η, -ο (Μ δευτερότριτος, -ον)νεοελλ.όποιος είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο αλεύρι»)μσν.(αντων.) όποιος είναι τού τρίτου προσώπου σε σχέση προς το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το δεύτερο πρόσωπο).
Dictionary of Greek. 2013.