δευτερότριτος

δευτερότριτος
-η, -ο (Μ δευτερότριτος, -ον)
νεοελλ.
όποιος είναι δεύτερης και τρίτης ποιότητας («δευτερότριτο αλεύρι»)
μσν.
(αντων.) όποιος είναι τού τρίτου προσώπου σε σχέση προς το δεύτερο, όπως π.χ. η αντων. αυτός (η οποία δηλώνει το τρίτο πρόσωπο σε σχέση με το δεύτερο πρόσωπο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”